Σε μία βραδιά με πολλές συναυλίες και μόλις μία μέρα πριν από γνωστό μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα, δύο μικρές - μόνο στο μάτι - μπάντες ένωσαν τις δυνάμεις τους στο six d.o.g.s. για ένα live που παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον από την ανακοίνωσή του ακόμη. Λίγη ώρα πριν ξεκινήσει το live, είχαμε μικρής έκτασης σύρραξη σε πολύ κοντινή περιοχή, κάτι που ευτυχώς δεν εμπόδισε τη διεξαγωγή της συναυλίας, ούτε ευτυχώς την προσέλευση του κοινού που ήθελε να παρακολουθήσει τις δύο ανερχόμενες μπάντες να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό (η έκφραση εδώ δεν χρησιμοποιείται τυπικά).
Οι Upon Revival είναι μουσικά παιδιά των ‘00s και αυτό το καταλαβαίνει κανείς και από το υλικό τους, αλλά και από τις διασκευές που επέλεξαν να μας παρουσιάσουν. Πολλούς πόντους κέρδισαν για τις επιλογές τους, καθώς εκτός από τις πιο προφανείς επιλογές των Evanescence και των Disturbed (με σχετικώς μη προφανή τραγούδια), διάλεξαν να αναμετρηθούν με τους… Dream Theater, έστω σε μία προσβάσιμη στιγμή τους αλλά από καθόλου “προβλεπέ” εποχή (μιλάμε για το Forsaken από το Systematic Chaos του… 2007!). Το ΕΡ Epiphany βρήκε το δρόμο της έκθεσης στο κοινό στα μέσα του 2017 και αποτέλεσε, ως αναμενόταν, τη βάση του σετ τους εκείνο το Σάββατο. Το υλικό τους είναι συναυλιακό, αποτελούμενο από κομμάτια σκληρής pop τραγουδοποιίας κατά τις διδαχές των Evanescence και αντίστοιχων Αμερικάνικων κυρίως συγκροτημάτων, κατάλληλο για να αποδίδεται ζωντανά. Ως εκ τούτου οι Upon Revival ακούγονται καλύτεροι στο live από ότι στο στούντιο, με την σχετική βέβαια ανοχή στα μικρολαθάκια που προέρχονται κυρίως από έλλειψη εμπειρίας και είναι σίγουρο πως με τη συναυλιακή τριβή θα βελτιωθούν.
Από τα παιδιά φυσικά δεν λείπουν οι τεχνικές ικανότητες (εξαιρετικό π.χ. το κιθαριστικό δίδυμο) και αυτό είναι πάντοτε ευχάριστο, καθώς επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά τον κανόνα που θέλει τα σύγχρονα συγκροτήματα να μην αγκομαχούν τουλάχιστον στο τεχνικό κομμάτι, στα βασικά της μουσικής. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει από τον υπογράφοντα στην Αναστασία Παπαδοπούλου, η οποία ως τραγουδίστρια ήταν η μπροστάρισα και η εικόνα της μπάντας, με ελαφρώς τραχύτερη φωνή από ότι περίμενα έχοντας υπόψη μόνο τα στούντιο κομμάτια και πολύ ενδιαφέρουσα παρουσία στην σκηνή (επίσης... με ζηλευτό μαλλί!). Το μέλλον είναι μπροστά στους Upon Revival και είναι στο χέρι τους να εκμεταλλευτούν τα χαρίσματά τους.
Οι “μικρές” μπάντες της πόλης που κάποτε θα λέγαμε πως ανήκουν στο underground (αλλά στη σύγχρονη εποχή του internet ο χαρακτηρισμός ισχύει σε πολύ λίγες περιπτώσεις) έχουν πλέον την ευκαιρία να πραγματοποιούν τις “δικές τους” εμφανίσεις σε χώρους με τουλάχιστον αξιοπρεπείς εγκαταστάσεις που να καλύψουν τις τεχνικές απαιτήσεις τους. Επίσης, οι “δικές τους” συναυλίες - εννοώντας πάντα αυτές στις οποίες δεν παίζουν support σε κάποιο μεγαλύτερο όνομα του εσωτερικού ή ακόμη και του εξωτερικού - αποτελούν σχεδόν πάντα ασφαλείς ενδείξεις (όχι απαραίτητα και αποδείξεις, βέβαια) κατά πόσο σοβαρά αντιμετωπίζει το ίδιο το συγκρότημα τη μουσική, τον ήχο και την εικόνα του. Προσωπικά δεν είχα ως τώρα την ευκαιρία να παρακολουθήσω κάποιο “δικό” live των Πειραιωτών Amniac, ειδικά μετά την είσοδο του Δημήτρη (επίσης στους Spacement) στα φωνητικά της μπάντας. Το support στους Alcest πριν σχεδόν 10 μήνες, αποδείχθηκε το Σάββατο πολύ ταπεινό για να δείξει μια έστω μερική εικόνα της μπάντας. Στο six d.o.g.s., ένα χρόνο μετά την επίσημη έξοδο του 2ου δίσκου τους, Matriarch, στο κοινό, παρακολουθήσαμε ένα συγκρότημα με αυτοπεποίθηση και συγκεκριμένο πλάνο για το πώς θέλουν να παρουσιαστούν προς τα έξω.
Η εξαιρετική δουλειά στην επιλογή των visuals στα μετόπισθεν της σκηνής έδινε τα πρώτα οπτικά δείγματα, απόλυτα ταιριαστά με την μέχρι τώρα μουσική τους κατεύθυνση - sludge με συναίσθημα για τους φίλους των Neurosis, των Cult Of Luna και των Amenra, με την προσωπικότητα των Amniac να φαίνεται όλο και πιο έντονη σε κάθε κυκλοφορία, αλλά και στο live. Φάνηκε επίσης πόσο σημαντικό είναι να απελευθερώνεται ένας τραγουδιστής από την παράλληλη εκτέλεση ενός άλλου μουσικού οργάνου στις συναυλίες (όπως συνέβαινε στην προηγούμενη κατάσταση), καθώς ο Δημήτρης, κοινώς, “έδινε πόνο” στα φωνητικά, ένιωθε και ήταν ελεύθερος να κινηθεί και να δώσει την ψυχική ένταση που απαιτεί η μουσική τους. Και όλο αυτό εδραζόταν πάνω σε ένα τείχος ηχητικού μπετόν-αρμέ από κιθάρα, μπάσο και ντραμς με δυνατό και καθαρό (=βρώμικο, εφόσον μιλάμε για αυτό το ύφος) ήχο (τα μικροπροβλήματα της αρχής του σετ προφανώς παραγράφηκαν ακαριαία). Οι επιλογές της μπάντας δεν έγιναν μόνο μέσα από το pool των 2 ολοκληρωμένων δίσκων τους, αλλά και από την επερχόμενη δουλειά τους (με μη κοινοποιημένη προς το παρόν ημερομηνία κυκλοφορίας). Τα 2 νέα κομμάτια που ακούσαμε (Chasm και Voracious Soul οι τίτλοι τους, όπως αναγράφονταν στο σκονάκι του setlist) δεν διαφοροποιήθηκαν υφολογικά από τα συνήθη τους και έδειξαν διάθεση παγίωσης του ήχου τους, ώστε να περάσουν κατά πάσα προσδοκία στο επόμενο επίπεδο - ούτε όμως ξέφυγαν από τα υψηλά συναισθηματικά στάνταρ που έχουν θέσει με τις προηγούμενες δουλειές τους. Τα παλιότερα φυσικά ήταν πιο οικεία στο κοινό που τους ακολουθεί, το οποίο φαινόταν να έχει γνώση των πεπραγμένων τους και συμβάδιζε σε διάθεση με το συγκρότημα. Οι καλές μπάντες πάντα θα βρίσκουν χώρο και κοινό για να προβληθούν και πέρα από το φιλικό τους περιβάλλον - και οι Amniac είναι μία (τουλάχιστον) καλή μπάντα, κάτι που απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας στο six d.o.g.s. Το κλείσιμο της συναυλίας μας βρήκε με το αίσθημα ευφορίας που έρχεται ως επακόλουθο μίας έντονης εμπειρίας. Έξω, οι "μάχες" είχαν τελειώσει.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής (περισσότερες φωτογραφίες στο άλμπουμ στο facebook)
