Με τρόμο διαπιστώνω ότι έχουν περάσει 16 ολόκληρα χρόνια. Οι Sonic Youth δεν υπάρχουν πια, η ζωή μας έχει αλλάξει δραματικά προς το χειρότερο, σχεδόν τίποτα δεν είναι πια όπως το ξέραμε, με πρώτους, πιθανότατα εμάς τους ίδιους.
Τι μπορεί να κανείς να θυμηθεί από μία συναυλία μετά από 16 χρόνια;
Παράξενο, ίσως, αλλά θυμάμαι κατ’ αρχήν το support: ήταν ο εξαιρετικός Φλώρος Φλωρίδης (Μπάντα της Φλώρινας), που με το σοπράνο σαξόφωνό του μας προσέφερε δύο δεκάλεπτα κομμάτια, που ηχούσαν σαν ένας υπέροχος φόρος τιμής στον John Coltrane, από το Ole ως το My Favorite Things. Στο τέλος του σετ, το κοινό που παρακολουθούσε με απορία (οι περισσότεροι δεν είχαν ιδέα ποιον παρακολουθούσαν) είδε τον Thurston Moore να ανεβείνει στην σκηνή χειροκροτώντας το τρίο ενθουσιασμένος (ακούσαμε αργότερα ότι ο Φλωρίδης ήταν επιλογή του).
Θυμάμαι ότι δεν παίχτηκε ούτε ένα κομμάτι από το Goo, που είναι το αγαπημένο μου άλμπουμ (μεγάλη κουβέντα αυτή όταν μιλάς για τον Sonic Youth).
Θυμάμαι ότι άκουσα το Bull In The Heather και μου άρεσε.
Θυμάμαι την Kim Gordon με κάτι σαν μπλε ή γαλάζια τουαλέτα (είναι πολύς ο καιρός...).
Θυμάμαι το συγκρότημα να μπαίνει βαθμιαία σε ένα παράξενο, εντελώς δικό του groove. Θυμάμαι επίσης το κοινό να συντονίζεται.
Θυμάμαι τον Thurston Moore να κουρδίζει την κιθάρα του, να παίζει ένα ακόρντο το οποίο ακούστηκε παράξενο σε όλους εκτός από τον ίδιο, να σχολιάζει «quite close» και να ξεκινά ορμητικά το Teen Αge Riot. To κλαμπ πήγε να πέσει από τον χαμό που έγινε.
Θυμάμαι φοβερές εκτελέσεις των Eric’s Trip, Shadow Of A Doubt και Tom Violence.
Θυμάμαι τέλος ένα Brother James, παιγμένο με τόση ένταση που ένιωθες το δάπεδο να πάλλεται.
Πάνω από όλα, θυμάμαι τον ενθουσιασμό του κόσμου, που καταλάβαινε ότι αυτό που έβλεπε ήταν αληθινά ξεχωριστό. Για πόσες συναυλίες μπορεί να το πει κανείς αυτό ειλικρινά;
