Μια βδομάδα δεν σταμάτησε να παίζει από τα ηχεία του σπιτιού μου το Κάτι σαράβαλες καρδιές και η μέρα είχε φτάσει πια Σάββατο. Δεν ξέρω γιατί ανυπομονούσα τόσο πολύ για αυτό το live. Ίσως γιατί δεν είχε τύχει μέχρι στιγμής να τους ακούσω από κοντά... Ίσως επειδή η φωνή του Θάνου είχε στοιχειώσει τα ατελείωτα ξενύχτια μου στα βράχια της Πειραϊκής... Ίσως γιατί με την «Κυριακή των Βαΐων» έκανα το πρώτο μου τσιγάρο... Τελικά, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι το ότι πολλές στιγμές της ζωής μου έχουν συνδεθεί άμεσα με τα τα τραγούδια τους.
Φτάνοντας στο Fuzz, κάπως νωρίς, έβλεπα τον κόσμο να μαζεύεται σιγά-σιγά. Κατά τις 9 και τέταρτο βγαίνει στη σκηνή ο Βαγγέλης Μαρκαντώνης με την κιθάρα του και μία φυσαρμόνικα. Πολλοί μπορεί να τον θυμάστε από το συγκρότημα Ανοιχτή Θάλασσα, όμως εκείνη τη νύχτα ήρθε για να μας θυμίσει κάτι ακόμα πιο παλιό, κάτι νοσταλγικό όπως τα τραγούδια του Bob Dylan. Αφού μας ζέστανε με τη μελωδική φωνή του για 40 λεπτά, αποχώρισε προλογίζοντας τα Διάφανα Κρίνα.
Στις 10 και 10 ακούμε το πρώτο riff και τα Διάφανα Κρίνα ήταν στη σκηνή. «Κλόουν την Τετάρτη την Κυριακή Νεκρός», αρχίζουν να τραγουδούν κερδίζοντάς μας όλους. Ακόμα και τους πιο διστακτικούς, εκείνους που είχαν ταυτίσει κομμάτια σαν κι αυτό με την υπέροχη φωνή του Θάνου... Η ατμόσφαιρα ήταν μαγευτική μέσα σε αυτό το μπλε σκοτάδι. Το μπάσο του Παντελή Ροδοστόγλου μεθυστικό, δεν μπορούσες να μη χορέψεις στο ρυθμό του. Στη φωνή, ο πληκτράς των Kρίνων, Παναγιώτης Μπερλής, σε συγκινούσε με τη βαθιά του χροιά δίνοντας την εντύπωση πολλές φορές πως ο Θάνος είναι ανάμεσά μας. Δεν θα μπορούσαν να λείπουν βεβαίως ο Τάσος Μαχάς στα τύμπανα, ο Κυριάκος Τσουκαλάς και ο Νίκος Μπάρδης στις κιθάρες. Το live συνεχίστηκε με πολλά αγαπημένα τραγούδια όπως «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση», «Σε μια γη που ανατέλλει», με το κοινό να έχει γίνει πλέον ένα και να φωνάζει «Είναι συνήθεια που έχω από μικρός ν’ αγαπάω ό,τι με σπρώχνει στον χαμό μου». Ενώ έγινε πραγματική γιορτή λέγοντας «Κάπου θα υπάρχουν άγγελοι, κάπου θα κρύβονται στη γη. Κάποτε ήσαν άνθρωποι, ήσανε φίλοι και γνωστοί». Δεν θα μπορούσες να μη σκεφτείς τον Ανεστόπουλο τραγουδώντας το Όλα αυτά που δεν θα δω και να του το αφιερώσεις, όπως πιστεύω έκαναν και τα Κρίνα παίζοντας αυτό το τραγούδι και κοιτάζοντας τον ουρανό. Ενδιάμεσα έπαιξαν και κάποιες από τις καινούριες τους συνθέσεις, κάτι που με χαροποίησε αρκετά, αφενός μεν επειδή τους λατρεύω και δεν θα ήθελα με τίποτα να σταματήσουν να δημιουργούν και να κάνουν live, αφετέρου δείχνει πως η μπάντα έχει ακόμα μέλλον και κυρίως όρεξη. Τα κομμάτια που ξεχώρισα ήταν Τα χαμένα παιδιά και το Μανιφέστο, χωρίς να λείπει ο λυρισμός στους στίχους που μας έχει συνηθίσει ο Παντελής Ροδοστόγλου.
Το live έφτασε στο τέλος κλείνοντας με τον Μπλε Χειμώνα. Η ώρα είχε πάει 1 και μισή και εγώ δεν έλεγα να φύγω.
- Μα δεν έπαιξαν το «Βάλτε να πιούμε», «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι», «Κάτι σαράβαλες καρδιές». Μα πού πάτε; Γιατί μαζεύετε; Ααα, ξαναβγαίνουν!!!
- Όχι, Κική, οι τεχνικοί είναι. Πάμε σπίτι.
Μονάχα έχουν περάσει χίλια χρόνια... και εγώ ακούω στο τέρμα το «Κάτι σαράβαλες καρδιές».
Κείμενο: Κική Ψαράκη / Φωτογραφίες: Αφροδίτη Ζαγγανά