
(Για αρχή μία απαραίτητη διευκρίνιση: Το κείμενο αυτό ξεκίνησε ως live review, αλλά όσο το έγραφα, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα πως περισσότερο εξυπηρετεί ως παρουσίαση της μπάντας με το αινιγματικό όνομα Λάμδα. Αινιγματικό γιατί, πρώτον μπορεί να συμβολίζει οτιδήποτε, όπως κάθε γράμμα της ελληνικής αλφαβητου, και, δεύτερον και σημαντικότερον, δεν ρώτησα κανέναν από την μπάντα μήπως με διαφωτίσει σχετικώς…)
Γιατί καλύπτουμε ένα live με κατά βάση πριβέ χαρακτήρα, μίας εγχώριας underground μπάντας μέσα σε έναν όροφο διαμορφωμένο ως στούντιο στην περιοχή του Ψυρρή; Είναι ίσως αυτή η ανάγκη να δείξεις πως, πέρα από τις διοργανώσεις που μετακαλούν γνωστά ή λιγότερο γνωστά ονόματα που σίγουρα ενδιαφέρουν μία αναλογικά ευρύτερη μερίδα κοινού, υπάρχουν και οι μπάντες που διαχειρίζονται τα πάντα μόνες τους, άντε και με την αφιλοκερδή συνήθως βοήθεια φίλων, δίνοντας σάρκα και οστά στο DIY. Εδώ βέβαια θα πρέπει να αναφέρω πως, από την μικρή μου εμπειρία, μια μερίδα αυτοδιαχειριζόμενων συγκροτημάτων, κυρίως από πιο σκληροπυρηνικούς χώρους, δεν φαίνεται να εκτιμά την προβολή από τον ειδικό τύπο - αυτό είναι δικό τους θέμα και δεν θα υπεισέλθω σε περαιτέρω σχολιασμό. Ευτυχώς οι Λάμδα δεν μου έφεραν κανένα εμπόδιο όταν τους είπα πως θα γράψω δυο κουβέντες για εκείνους εδώ.

Χρειάζεται, θαρρώ, μία σύντομη εισαγωγή στο γκρουπ που φιλοξενούμε στο παρόν κείμενο. Οι Λάμδα, λοιπόν, είναι ένα ελληνόφωνο, όπως προδίδει και η ελληνοπρεπής γραφή του ονόματός τους στα CD, συγκρότημα από τα Ταμπούρια του Πειραιά, που βρίσκεται σε δράση από το 2010. Δεν μπορώ να κάνω κάτι για σας που, στην ανάγνωση της λέξης “ελληνόφωνο”, αλλάξατε ήδη σελίδα για να διαβάσετε για τον επόμενο σωτήρα του rock. Οι Λάμδα έχουν πάρει το έναυσμα από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου για να κολλήσουν μοντέρνους δυτικούς ήχους πάνω σε παραδοσιακούς ελληνικούς ρυθμούς, λαϊκούς και ρεμπέτικους, με τρόπο λιγότερο άμεσο και σίγουρα λιγότερο θορυβώδη από ότι το κάνουν π.χ. οι V.I.C. Ακόμη και η φωνή του Παντελή μπορεί να θυμίσει σε κάποιους τα χαμηλά του Φώτη Σιώτα. Μπορεί αυτά να ακούγονται “προφανή”, αλλά παραδόξως για τη δημοφιλία του Παπακωνσταντίνου στις δημιουργικές ηλικίες, δεν υπάρχουν πολλοί ακόμη που να έχουν χρησιμοποιήσει τους μέχρι πρότινος απρόσιτους δρόμους που έχει διανοίξει η οπτική του στα μουσικά πράγματα. Φυσικά οι Λάμδα περνούν το προσωπικό τους στίγμα, αντλώντας επιρροές από την σκηνή του trip hop (π.χ. το Κανένας Μόνος δανείζεται τις βασικές αρχές στησίματος του Silence των Portishead) και το post rock, δημιουργώντας ένα ενιαίο αποτέλεσμα που, στο τέλος, φέρει την αναγνωρίσιμη σφραγίδα των δημιουργών του.

Στα αμιγώς συναυλιακά, το συγκρότημα ξεκίνησε όταν ήταν έτοιμο (χαλαρά δηλαδή) και ευτυχώς δεν περιμέναμε την τήρηση κάποιου χρονοδιαγράμματος, που ούτως ή άλλως δεν θα είχε νόημα δεδομένης της περίπτωσης. Το στούντιο είχε γεμίσει με 40-50 άτομα σίγουρα, κάποιοι με τα CD στην τσέπη τους, όλοι όμως με καλή διάθεση να ακούσουν και να στηρίξουν το υλικό της μπάντας. Οι Λάμδα επέλεξαν να παρουσιάσουν ολόκληρο το δεύτερο και πιο πρόσφατο άλμπουμ τους “Η Επόμενη Μέρα” που κυκλοφόρησε στα τέλη του φετινού Φεβρουαρίου. Ακολούθησε ένα διάλειμμα για ποτό και κους-κους, κατά τη διάρκεια του οποίου η μπάντα πείστηκε (χωρίς να αντισταθεί και πολύ σθεναρά) να παίξει κάποια κομμάτια ακόμη, προερχόμενα αυτή τη φορά από το πρώτο τους άλμπουμ, κλείνοντας με τα Κρύα Χέρια που ζητήθηκαν πολύ και προφανώς πρόκειται για το εσωτερικό τους hit-άκι (δίκαια πάντως, αν με ρωτάτε). Μόνο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα θύμιζε πως το live γινόταν σε χαλαρούς ρυθμούς μεταξύ φίλων. Κατά τα άλλα, η συναυλία έγινε με πολύ επαγγελματικό τρόπο - εννοώντας φυσικά πως, παρά τα αναπόφευκτα μικρολαθάκια στην εκτέλεση (τελευταία στιγμή έλειψε ο μπασίστας τους και αποδιοργανώθηκαν, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους), σημαντικές λεπτομέρειες όπως π.χ. ο ήχος δεν αφέθηκαν στην τύχη τους. Do-it-yourself είπαμε, όχι στα κουτουρού.

Η μουσική από μόνη της είναι σίγουρα σημαντική, όμως τα συγκροτήματα, οι ομάδες, οι παρέες, οι κολλεκτίβες - χρησιμοποιείστε την αρμόζουσα λέξη ανάλογα την περίπτωση - ακόμη σημαντικότερες. Αυτές την παράγουν και, κατά τον γνωστό Σαββοπούλειο στίχο, γράφουν ιστορία. Ο τρόπος λειτουργίας της συγκεκριμένης ομάδας φάνηκε από το πως κάποια από τα χειροποίητα CD (εκπληκτικές συσκευασίες, όπου τα βρείτε - σε κάποιο live τους κυρίως ή πιθανώς με προσωπική επικοινωνία με τα μέλη ) συναρμολογούνταν λίγο πριν ξεκινήσει το live, από την ελεύθερη συνεισφορά ως αντίτιμο για την αγορά τους, από την φιλική παραχώρηση του ορόφου/στούντιο από τους Τεφλόν, από την παρουσία και συνεργασία φίλων για την τέλεση της συναυλίας - όλα γίνονταν “στο χέρι” και αυτό έφερε πιο κοντά και όσους δεν σχετίζονταν προσωπικά με την μπάντα, όπως ο υπογράφων. Απλά και ανθρώπινα, πάντα με οδηγό τη μουσική.

Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής