Μαζεμένες μας ήρθαν οι νεκρολογίες... Οι συντάκτες του soundgaze.gr λένε το δικό τους αντίο στον David Bowie και ανατρέχουν σε δίσκους του που τους έχουν σημαδέψει.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Δευτέρα πρωί και ξυπνώντας το πρώτο πράγμα που ακούω στο ραδιόφωνο είναι «ο David Bowie έφυγε από της ζωή σε ηλικία 69 ετών». Η πρώτη ενστικτώδης σκέψη είναι πως πρόκειται για κάποιο λάθος, δεν μπορεί να είναι αλήθεια, μα μόλις την Παρασκευή κυκλοφόρησε το νέο του δίσκο και γιόρτασε τα γενέθλια του. Βέβαια όλοι μας αγνοούσαμε ότι εδώ και καιρό έδινε μάχη με τον καρκίνο. Όσο έδινε αυτή τη σκληρή μάχη ηχογραφούσε παράλληλα το κύκνειο άσμα του, το Blackstar. Ήθελε να μας αφήσει με ένα ακόμα κομψοτέχνημα, παρότι η παρακαταθήκη του ήταν ήδη μυθική, γεμάτη διαμάντια: The Man Who Sold the World, Hunky Dory, The Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars, Aladdin Sane, Young Americans, Station to Station, Low, Heroes, Let's Dance και πολλά ακόμα σπουδαία LP.
«Ουδείς αναντικατάστατος» συνηθίζουμε να λέμε, όμως στην περίπτωση του Bowie μοιάζει τουλάχιστον αστείο να πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποιος σε αυτόν τον πλανήτη ο οποίος θα μπορέσει να αντικαταστήσει τον Λευκό Δούκα και να σταθεί αντάξιος του.
Στο κείμενο αποχαιρετισμού για τον Lemmy έκλεινα λέγοντας, χωρίς καμία διάθεση μεμψιμοιρίας αλλά αποδεχόμενος την πραγματικότητα, ότι θα πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι οι μουσικοί μας ήρωες θα φεύγουν ένας ένας τα επόμενα χρόνια,. Καλό είναι λοιπόν να τιμούμε και να απολαμβάνουμε όσο είναι εν ζωή τις σπουδαίες μορφές του rock & roll (οι πρώτοι που έρχονται στο μυαλό είναι οι Ozzy και Iggy) πριν τους χάσουμε μια για πάντα.
Θα τον θυμόμαστε πάντα ως τον χαμαιλέοντα με τα περίεργα κουρέματα, τη μπάσα φωνή, τα παράξενα μάτια και τα τραγούδια που δεν έμοιαζαν με κανενός άλλου.
“Look Up Here, I’m In Heaven…” Lazarus (Blackstar, 2016)
Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
MickRockweb_.jpg)
Τι μπορεί να πει κανείς για τον David Bowie; Δεν θα ήξερε καν από που να αρχίσει. Και δεν έχει καμία σημασία να προσφύγει στα τετριμμένα, που, άλλωστε, στην περίπτωσή του αυτονόητα ισχύουν: ναι, ήταν ένας τεράστιος καλλιτέχνης, σίγουρα η μουσική του αντίληψη και το ταλέντο του ήταν εκτός του κόσμου τούτου, όπως πολύ συχνά η όλη του παρουσία και, προφανέστατα, η απώλειά του μας αφήνει φτωχότερους, όπως και το κύκνειο άσμα του, μέσα στα τόσα του αριστουργήματά, απέδειξε περίτρανα.
Πολύ περισσότερο, είναι αδύνατο να επιλέξεις τον καλύτερό του δίσκο (τι θα πει «καλύτερος», ειδικά στην περίπτωση ενός τέτοιου καλλιτέχνη;) ή έστω τον αγαπημένο σου. Αν πρέπει όμως απαραιτήτως να επιλέξω ένα άλμπουμ που χαρακτηρίζει για εμένα τον Bowie, αυτό είναι το Low. Είναι κατά την γνώμη μου ένας δίσκος που, πέρα από οτιδήποτε έχει να πει κανείς για την ποιότητα της μουσικής που περιέχει, έχει μεγάλη σημασία στην κατανόηση του ότι ο Bowie αντιμετώπιζε την μουσική σαν κάτι που μεταλλάσσεται, που δεν παραμένει στάσιμο, που όχι μόνο δε σε περιορίζει, αλλά που, αντίθετα, σου ανοίγει συνεχώς νέους ορίζοντες, αρκεί να έχεις την διάθεση και την ετοιμότητα (και ο Bowie όλα αυτά τα είχε με το παραπάνω). Επιλέγω το Low γιατί με αυτό ο Bowie μπόρεσε νωρίς, από το 1977 να συγκεράσει την ηλεκτρονική μουσική με την pop, αλλά και να πειραματιστεί με την πιο αβανγκαρντίστικη εκδοχή της, αποτέλεσμα της συνεργασίας του με έναν άλλο μεγάλο, τον Brian Eno. Μπόρεσε έτσι κατά κάποιον τρόπο να «νομιμοποιήσει» συγκροτήματα σαν τους Kraftwerk, αλλά και το νέο τότε, όσο και δημιουργικό new wave στην συνείδηση ενός λιγότερο ειδοποιημένου κοινού. Για να το πετύχει αυτό τόλμησε να κυκλοφορήσει έναν δίσκο που κατά το ήμισυ περιείχε instrumentals κατά βάση κομμάτια, άρα μουσική ακατάλληλη για ευρεία κατανάλωση σχεδόν εξ ορισμού. Και, η αλήθεια είναι ότι όσο όμορφα είναι τραγούδια σαν το Be My Wife ή το Sound And Vision, κομμάτια όπως το δραματικό, σκοτεινό Warszawa ή το ατμοσφαιρικό Weeping Wall είναι που κάνουν την ηχογράφηση αυτή αληθινά αξιομνημόνευτη, καθηλωτική στην πραγματικότητα. Με δύο λόγια, με το Low ο Bowie μας προσέφερε έναν οδηγό για το πως ένας καλλιτέχνης πρέπει να αντιμετωπίζει την Τέχνη του: με τόλμη, ανοιχτό μυαλό, χωρίς (αυτο)περιορισμούς. Αυτό έκανε σε όλη του την ζωή με ειλικρίνεια και αυτό ήταν που ανέδειξε ακόμη περισσότερο αυτό το θείο δώρο που ήταν το μουσικό ταλέντο του. Και για αυτό (μεταξύ τόσων άλλων πολλών) τον ευχαριστώ. Από την άλλη, δεν έχω καμία διάθεση να θρηνήσω, όσο και αν είμαι θλιμμένος: περισσότερο από οτιδήποτε άλλο νιώθω τυχερός που είχα και εγώ, όπως τόσοι άλλοι, την ευκαιρία να ακούσω και να αγαπήσω την μουσική του. Και η μουσική του, σε αντίθεση με τον ίδιο που, με δυσάρεστη έκπληξη θυμηθήκαμε όλοι ότι είναι θνητός, θα ζήσει για πάντα...
Παναγιώτης Γαβρίλης

Για τον David
Ο David Bowie γεννούσε μέσα μου την ελπίδα. Αυτή είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό όταν τον σκέπτομαι.
Ο πρώτος δίσκος του που άκουσα ολόκληρο -και στην εποχή του- και ήταν αυτός που με έκανε να κολλήσω και να ψάξω σε βάθος το έργο του ήταν το Εarthling πίσω στο 1997. Ένας δίσκος δυναμίτης από ένα καλλιτέχνη που ήδη εκείνη την εποχή είχε πατήσει τα 50. Αν δεν έβλεπες το εξώφυλλο, θα ήσουν σίγουρος ότι ακούς δουλειά 20χρονου. Φρέσκος, δυναμικός με όμορφες ιδέες, ο δίσκος περιέχει έως και techno στιγμές.
Ξεκινάει με το φανταστικό, ξεσηκωτικό Little Wonder (ένα από τα καλύτερα τραγούδια της τεράστιας καριέρας του) και δεν αφήνει το γκάζι μέχρι και τη μέση του δίσκου - μέχρι και breakbeat ακούς στο Battle for Britain, όπου με τα πανέμορφα Telling Lies και Τhe Last Thing you Should Do γίνεται λίγο πιο σκοτεινός, μυστηριώδης ενώ πινελιές industrial ήχου υπάρχουν παντού (I’m Αfraid of Americans, Law). Μοναδική η διάθεση του Bowie να πειραματιστεί, ενώ τα φωνητικά του σε όλο το άλμπουμ είναι μαγευτικά και σε πείθουν ότι οτιδήποτε και να κάνει, με όποιο είδος και να πειραματιστεί, η φωνή του το κάνει να ακούγεται «δικό του». Καταπληκτικός δίσκος.

Η μουσική, η ενασχόληση με οποιοδήποτε τρόπο με αυτή, πίστευα και πιστεύω ότι σε κρατά νέο και πάντα σαν παράδειγμα φέρνω στο νου τον Bowie. Βγάζει δίσκο στις 8/1 και μας αποχαιρετά πονηρά, στιλάτα, ιδιοφυώς, μόλις τρείς μέρες μετά, κάνοντας τέχνη μέχρι και το θάνατό του. Έζησε εντυπωσιακά, έφυγε εντυπωσιακά μα δυστυχώς ο πλανήτης φτωχαίνει απότομα.
Δε μπορώ να γράψω περισσότερα, δεν έχει και πολύ νόημα. Τώρα που το σκέπτομαι θα μπορούσα να έχω σταματήσει και στην πρώτη πρόταση. Η απώλεια για τον καθένα είναι κυρίως προσωπική υπόθεση. Τα μάτια είναι υγρά και φοβάμαι πως θα μείνουν έτσι για καιρό.. Όμως επειδή είμαστε άνθρωποι και αναπνέουμε μόνο όταν ελπίζουμε οφείλω, και το χρωστώ και στον David , να καταλήξω με κάτι αισιόδοξο:
Το αστέρι σου θα μας φωτίζει για πάντα…
“Look up here, Ι’m in Heaven … “
Παναγιώτης Ιωαννίδης

Δύο νεκρολογίες μέσα σε λίγες μέρες πέφτουν πολλές. Πριν λίγες μέρες είπαμε αντίο στο Lemmy, σήμερα αποχαιρετούμε οριστικά τον David Bowie. Ίσως η σύγκριση να είναι ατυχής, όμως οι περιπτώσεις του Lemmy και του Bowie παρουσιάζουν τεράστιες διαφορές και ένα σημαντικό κοινό γνώρισμα. Από τη μία ο Lemmy, σταθερός στον rock’n’roll τρόπο ζωής και στη μουσική κατεύθυνση που τον εξέφραζε, δεν εφάρμοσε αλλαγές ούτε στην εικόνα του ούτε στη μουσική της μπάντας του με έναν σχεδόν παρωπιδικό αλλά συνεπή τρόπο. Ο David Bowie, από την άλλη, ήταν ένας καλλιτεχνικός χαμαιλέοντας, με κοινό στόχο να κρατάει τον εαυτό του και το κοινό σε εγρήγορση. Πειραματιζόταν με τη σεξουαλικότητα και το απόκοσμο (ή το απόλυτα προσβάσιμο) των χαρακτήρων του, διαπερνούσε τα υπάρχοντα μουσικά είδη και δημιουργούσε δικά του αν χρειαζόταν, συνεργάστηκε με ένα πολυποίκιλο μπουκέτο μουσικών, σκηνοθετών, ηθοποιών, εικαστικών και πάντοτε εμφανιζόταν ως “κάποιος”, δημιουργώντας περσόνες και σκοτώνοντάς τες κατά το δοκούν, αναδύοντας από τις στάχτες τους ένα νέο θεατρικό προσωπείο, ένα alter ego, ίσως και ένα πραγματικό εγώ, πάνω σε μία νέα ιδέα, με στόχο να ιντριγκάρει τις δικές του αισθήσεις αλλά και των ανά τον κόσμο μουσικόφιλων - και πάλι, ανέκαθεν ήθελε να τον θυμούνται ως “απλώς David Bowie”. Όμως και οι δύο συναντιούνταν στο ότι έζησαν μία ζωή όπως εκείνοι την φαντάζονταν, τοποθετώντας αυστηρά τους δικούς τους όρους χωρίς να υπολογίζουν οποιοδήποτε κόστος. Άλλωστε, δεν τίθεται θέμα κόστους αν ο προσανατολισμός και η ιδιοσυγκρασία σου είναι σαφή και ξεκάθαρα.

Κάποιοι είπαν πως ο Starman απλώς έκλεισε τον κύκλο του στον φτηνό φθαρτό κόσμο μας, έχοντας μεταλαμπαδεύσει την αιώνια Γνώση του στους κοινούς γήινους και μετοίκησε σε κάποιον άλλο πλανήτη ως αστρικός ταξιδιώτης. Κάποιοι, ίσως λιγότερο ονειροπόλοι, θέλησαν να πιστέψουν πως οι λογαριασμοί του στα κοινωνικά δίκτυα έπεσαν θύματα μιας κακόγουστης ηλεκτρονικής επίθεσης - ή πως ο ίδιος προσπάθησε να κάνει μια ψηφιακή performance για προώθηση του Lazarus (πραγματικά ακούστηκαν τόσο ακραία σενάρια!). Νομίζω πως κανείς δεν ήθελε να πιστέψει πως συνέβαινε κάτι πολύ πιο χειροπιαστό, κυριολεκτικό και ανθρώπινο.
Τείνουμε να θεωρούμε ως σημαντικά τα άλμπουμ που καθορίζουν ανεξίτηλα τη δημιουργική υπογραφή ενός καλλιτέχνη, είτε αυτά που εγκαινιάζουν νέους απάτητους ως τότε δρόμους για τη Μουσική και για τον ίδιο. Ίσως πάλι να ορίζονται σημαντικά αυτά που εισήγαγαν περισσότερους νέους ακροατές σε έναν συναρπαστικό νέο μουσικό κόσμο. Υπό αυτό το πρίσμα, προσωπικά (και πιθανολογώ, αιρετικά) θα επέλεγα το Let’s Dance ως το πλέον σημαντικό άλμπουμ στην καριέρα του David Bowie. Πράγματι, πρόκειται για το πλέον εμπορικό του άλμπουμ, με τερατώδη hits, κολληματικά ρεφρέν και ήχο-βόμβα σε παραγωγή δική του και του (εκείνη την εποχή δακτυλοδεικτούμενου ως “εμπορικού” και μακριά από το avant-garde πνεύμα του Bowie) Nile Rodgers.
Εϊναι η παραπάνω σκηνή από το Frances Ha, με την ηρωίδα της Greta Gerwick να τρέχει ανέμελη, σαν αθώα παιδούλα, στους δρόμους της Chinatown, που με έκανε να εικονοποιήσω και να αγαπήσω λίγο παραπάνω το Modern Love.
Είναι ο διάχυτος ερωτισμός του China Girl (αν και στο video clip το αντικείμενο του πόθου κατάγεται από τη... Νέα Ζηλανδία) και το παρανοϊκό (για pop/dance κομμάτι πάντα) βασικό riff, το οποίο όταν παρουσίασε ο Nile Rodgers πίστεψε ότι θα απολυόταν (...):
Είναι φυσικά ο ομώνυμος χορευτικός 80s ύμνος:
Είναι η τόλμη του να μεταλλάξει και να καταστήσει αγνώριστο (και τουλάχιστον ισάξιο) το Cat People που είχε κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά σε single με αφορμή την ομώνυμη ταινία.
Είναι η κιθάρα του Stevie Ray Vaughan, άγνωστου ακόμη blues κιθαρίστα, που κελαηδάει στο άλμπουμ, χαρίζοντάς του πρακτικά ένα VIP εισιτήριο για τα μεγάλα σαλόνια.
Και κάτι ακόμη για το κλείσιμο: ο David Bowie ΔΕΝ ήταν ποτέ μέτριος (διαβάζεται και “αδιάφορος”). Μπορεί σε στιγμές της δισκογραφίας του να ήταν κακός, σε άλλες, σαφώς περισσότερες, αριστουργηματικός. Πάντα ενδιαφέρων, αλλά μέτριος ποτέ. Ο κόσμος μας χρειάζεται ανθρώπους σαν κι εκείνον, που υπερβαίνουν τη αβάσταχτη μιζέρια των κοινών ανθρώπων σαν τους περισσότερους από μας, που μπορούν να μας πάρουν από το χεράκι, να μας εμπνεύσουν και να μας πάνε ένα βήμα μπροστά από τις περιορισμένες θεωρήσεις μας. O Marilyn Manson, η Bjork, ο Trent Reznor, η Madonna, η Lady Gaga, οποιοσδήποτε μουσικός νιώθει ελεύθερος να μεταλλάξει την καλλιτεχνική του εικόνα, οφείλουν πολλά στον Bowie και ίσως δεν ήταν ίδιοι αν δεν υπήρχε η επιρροή του. Η σημαντικότητα του David Bowie εδώ και καιρό αποτιμώταν ως τεράστια, όμως η οριστική απώλειά του τον ανάγει σε ιερό τοτέμ ακόμη και για εκείνους που δεν είχαν εκτιμήσει πλήρως το έργο του. Ακόμη περισσότερο διότι φρόντισε, πριν το τέλος, να αφήσει παρακαταθήκη ένα τρομερό κύκνειο άσμα με τη μορφή του Blackstar. Ένα Blackstar που απέδειξε για πολλοστή φορά τον ατελείωτο και αιώνια καινοτόμο δημιουργικό οίστρο ενός ανθρώπου που μόνο ο θάνατος θα του στερούσε την έμπνευση. Ένα Blackstar που ακουγόταν σαν ελπίδα. Ελπίδα πως ο Bowie είχε να προσφέρει περισσότερη ποιοτική μουσική. Ελπίδα πως θα συνέχιζε να εφευρίσκει τρόπους να μας διδάξει πώς γίνεται να επαναπροσδιορίζεις συνεχώς τον εαυτό σου, παραμένοντας συνεχώς ο ίδιος. Μάλλον τα περιμέναμε όλα από εκείνον, διότι μας έδειξε ότι μπορούσε να τα κάνει. Με αυτήν την έννοια, ο Bowie "μας πούλησε" με το θάνατό του (ή, αν θέλετε, τη διακοπή όλων των διαύλων επικοινωνίας του με τον πλανήτη μας). The Man Who Sold The World…;
Μιχάλης Κουρής
Διαβάστε εδώ τον ξεχωριστό αποχαιρετισμό του Κωνσταντίνου Δορλή.