Μπορεί το τρίο των Night Beats να είναι εγκατεστημένο στο Seattle, όμως ο τραγουδιστής και ο κιθαρίστας Danny Lee Blackwell και ο ντράμερ James Traeger έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει μαζί στο Τέξας, όπως στο Τέξας έμενε την εποχή που έγινε μέλος τους και ο μπασίστας Jakob Bowden. Και δεν χρειάζεται να έχει εντρυφήσει κανείς στην ψυχεδελική σκηνή της δεκαετίας του ’60 για να αντιληφθεί ότι οι Night Beats «πίνουν νερό» στο όνομα των 13th Floor Elevators πρωτίστως, αλλά και άλλων, λιγότερο γνωστών αλλά όχι λιγότερο αξιόλογων ψυχεδελικών συγκροτημάτων από το Τέξας, όπως π.χ. οι Golden Dawn (η ομοιότητα του ονόματός του με ξέρετε-ποιους απολύτως συμπτωματική). Και βέβαια, μαζί με την αγάπη για τους Elevators, «πακέτο» πηγαίνει (σχεδόν αυτονόητα) και ο θαυμασμός για σημαντικούς blues και soul καλλιτέχνες (άλλωστε το όνομα Νight Beats προέρχεται από δίσκο του Sam Cook με τον ίδιο τίτλο). Με αυτά τα δεδομένα, καμμία εντύπωση δεν προξενεί το γεγονός ότι οι Night Beats είναι από τους λιγότερο νεωτεριστές μεταξύ των σύγχρονων psych rock revivalists (κάτι που από πλευράς concept τους τοποθετεί στον αντίποδα της βασικής επιρροής τους – οι Elevators ήταν από πολλές απόψεις εκτός πραγματικότητας για την εποχή τους). Δεν αποτελεί μομφή αυτό, στην πραγματικότητα αυτό που βιώνουμε εδώ και πάρα μα πάρα πολύ καιρό είναι απανωτά revivals διαφόρων σημαντικών μουσικών ρευμάτων (όχι, οι Editors δεν ανακάλυψαν το post punk, ούτε καν οι Interpol, αλήθεια!), αλλά δεν μπορείς να μην το σημειώσεις.
Όμως η αναβίωση δεν αφορά μόνο στο καθαρά μουσικό κομμάτι: ο εμπρηστικός τίτλος του δίσκου, όπως και το εισαγωγικό κομμάτι του, το Celebration #1 όπου ο Blackwell απευθύνει στους ακροατές έναν μεσσιανικού, σχεδόν περιεχομένου λόγο (το rock’n’roll μπορεί ακόμα να αφυπνίσει συνειδήσεις, μπορεί ακόμα να αποτελέσει εφαλτήριο αλλαγών στον άδικο τούτο κόσμο!) φέρνει στο μυαλό την αθωότητα, την αποφασιστικότητα αλλά και τις βεβαιότητες που καθοδηγούσαν στα 60s ένα ολόκληρο νεανικό κίνημα («Free your mind and your ass will follow»), για να διαψευστούν, εν μέρει τουλάχιστον, και αρκετά σύντομα, θα έλεγα. Είναι όλο αυτό εκτός εποχής; Είναι θεωρητικά, αν και προφανέστατα, δεν θα έπρεπε, διότι τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας δικαιολογούν πολύ εντονότερες αντιδράσεις, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Αν οι απανταχού νεοσυντηρητικοί έχουν πετύχει στον τομέα της Μουσικής κάτι, αυτό είναι ότι έχουν κατορθώσει να χρωματίσουν ως ξεπερασμένη, ακόμη και να γελοιοποιήσουν αυτού του τύπου την καλλιτεχνική εκφράση, κάνοντας τις μάζες να πιστέψουν ότι το παρόν (και το μέλλον) της μοντέρνας μουσικής εξαντλείται στην Adele ή, χειρότερα ακόμα, στη Lagy Gaga (το rock’n’roll πέθανε!). Εντάξει, πρόκειται περί μεγίστης ανοησίας, αλλά οι ανοησίες γενικώς πουλάνε ευκολότερα, ιδίως γιατί απαιτούν ελάχιστη προσπάθεια για να καταναλωθούν.
Απέναντι σε όλα αυτά, οι Night Beats με αυτό τον τρίτο δίσκο τους, φοβάμαι ότι δεν ολοκληρώνουν αυτό που κατ’ αρχήν είχαν στο μυαλό τους, αν και σε πολλά σημεία πλησιάζουν. Όπου ο ήχος τους φτάνει περισσότερο στα άκρα, κερδίζουν τις εντυπώσεις, παρά τον κλασικισμό περί του οποίου μιλήσαμε παραπάνω. Ο λόγος γίνεται κυρίως για το φοβερό No Cops, για το οποίο σας είχα γράψει όταν το κομμάτι αυτό είχε κυκλοφορήσει ως προπομπός του παρόντος άλμπουμ, που ηχεί σαν τους Elevators να διασκευάζουν Bob Dylan. Από κοντά και το σκοτεινό, ρυθμικό Sunday Mourning, και τα Night Child, Right/Wrong και Shangri Lah (αν και το τελευταίο παρουσιάζει σε κάποια σημεία μία ύποπτη, ας πούμε ομοιότητα με το Summer Wine του μεγάλου Lee Hazelwood). Στα κομμάτια αυτά μπορεί να θαυμάσει κανείς το vibrato του Blackwell αλλά και την εξαιρετική κιθάρα που παίζει, καθώς και το νευρικό παίξιμο του rhythm section, με το ογκώδες μπάσο του Bowden. Αν θέλεις να κάνεις τον κόσμο να θυμηθεί τι σήμαινε για μία ολόκληρη γενιά η μουσική που παίζεις, καλό είναι να δώσεις όλη την ένταση που έχεις, έτσι δεν είναι;
Δυστυχώς υπάρχουν και κομμάτια όπου κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, όπως τα Porque Mañana, Burn To Breathe και Last Train To Jordan, τα οποία δεν είναι κακά, αλλά (χειρότερα, πιθανόν) είναι αδιάφορα, ενώ στο Bad Love έχουμε την προσθήκη σαξοφώνου που είναι επιτυχής, στην πορεία όμως μοιάζει υπερβολικά με Black Keys. Το ευτύχημα είναι ότι τα κομμάτια αυτά είναι σαφώς λιγότερα από όσα έχουν πράγματι λόγο ύπαρξης, με αποτέλεσμα το πρόσημο να παραμένει θετικό. Το γεγονός παραμένει ότι το Who Sold My Generation είναι ο πλέον ολοκληρωμένος δίσκος των Night Beats. Το πρόβλημα για αυτούς είναι όμως, ότι είχε τις δυνατότητες να είναι πολύ καλύτερος, έως εξαιρετικός. Μένοντας στα θετικά πάντως, μπορούμε να διατηρήσουμε δικαιολογημένα ελπίδες ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί με την επόμενη δουλειά τους.
7/10